χελίδονίζω

χελίδονίζω
ΝΜΑ [χελιδών, -όνος]
1. τερετίζω σαν χελιδόνι, φλυαρώ ακατάπαυστα
2. τραγουδώ το τραγούδι τού χελιδονισμού από πόρτα σε πόρτα («εἶδος δὲ τι τοῡ ἀγείρειν χελιδονίζειν οἱ Ῥόδιοι καλοῡσιν», Αθήν.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χελιδονίζειν — χελιδονίζω twitter like a swallow pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χελιδονισμός — ὁ, Α [χελιδονίζω] το τραγούδι που έψαλλαν τα παιδιά, από πόρτα σε πόρτα, στην αρχή τού Βοηδρομιώνος στην αρχαία Ρόδο, κρατώντας στεφάνι με ομοίωμα χελιδονιού, για να προϋπαντήσουν τον ερχομό τών χελιδονιών και τής άνοιξης …   Dictionary of Greek

  • χελιδονιστές — οι / χελιδονισταί, ΝΑ [χελιδονίζω] τα παιδιά που συμμετέχουν στο έθιμο τού χελιδονίσματος …   Dictionary of Greek

  • χελιδόνισμα — το, Ν [χελιδονίζω] παλαιότατο χαρακτηριστικό έθιμο τής 1ης Μαρτίου, κατά το οποίο το πρωί τής ημέρας αυτής παιδιά επισκέπτονται τα σπίτια κατά ομάδες κρατώντας ένα ξύλινο ομοίωμα χελιδονιού, στολισμένο με άνθη και χλωρά κλαδιά, και τραγουδούν τον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”